- τεσσάρι
- τό1) карт, четвёрка; 2) сумма в четыре драхмы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεσσάρι — Παλαιό χρυσό αυστριακό νόμισμα, τετραπλό δουκάτο, βάρους 13,960 γρ. χρυσού, ισότιμο με 47,41 χρυσά φράγκα της εποχής. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για στόλισμα οι γυναίκες. Τ. λεγόταν και παλαιό χρυσό ισπανικό νόμισμα, τετραπλάσιο της πιστόλας. Είχε … Dictionary of Greek
τεσσάρι — το 1. ποσό από τέσσερα όμοια πράγματα (κυρίως δραχμές, χιλιάρικα): Κοστίζει ένα τεσσάρι χιλιάδες. 2. διαμέρισμα με τέσσερα δωμάτια. 3. τραπουλόχαρτο που έχει τέσσερις φορές το σύμβολο του είδους του: Τεσσάρι σπαθί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
τεσσάρα — η, Ν 1. σύνολο από τέσσερεις όμοιες μονάδες, τετράδα 2. μτφ. (στον στρατό ή στο σχολείο) τιμωρία τεσσάρων ημερών («πήρε μια τεσσάρα γιατί τσακώθηκε») 3. στον πληθ. οι τεσσάρες (στο τάβλι) η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν από τέσσερα… … Dictionary of Greek